Ιστορία ΙΙΙ
Χρόνια τώρα ξεχασμένος στον Νότο, γεννημένος αλλού, ένας ερωτικός μετανάστης που βρέθηκε από το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης στον απέραντο γκρίζο ωκεανό του κέντρου των Αθηνών. Παράπονο κανένα, όλα έφτασαν εδώ βάσει σχεδίου. Εξάλλου, μετά από τόσα χρόνια που πέρασα εκεί, τι άλλο είχε μείνει για να ζήσω στην Σαλόνικα; Δεν είμαι δα και άνθρωπος που μένει για χρόνια στάσιμος στο ίδιο σημείο.
Βάρδια πρωινή: Ξύπνημα στις 6, καφές, δυο λεπτά να σταθείς στο μπαλκόνι να χαζέψεις τον ήλιο που δειλά δειλά εμφανίζεται στην απέραντη σκηνή του ορίζοντα (δροσούλα έχει ακόμα), κι απαραιτήτως ακουστικά στα αυτιά και μουσική, δεν περνά αλλιώς το πρωινό. Ένα ευεργετικό στοιχείο της μουσικής είναι ότι μπορεί να σου προσφέρει ό,τι θέλεις, ακριβώς την ώρα που το θέλεις. Κι εκείνο το πρωί, η μουσική επέλεξε να με ταξιδέψει πίσω στην Σαλόνικα, μα και σε άλλον χρόνο, εκείνη την ώρα που ο ήλιος πέφτει κι η θάλασσα ματώνει.
Παίρνεις την Κ. από το χέρι και ξεκινάτε: Περνάτε από τα πλακόστρωτα στα Λαδάδικα και χαζεύετε τις ταβέρνες με την φασαρία τους, τις μπυραρίες και πιο πέρα ένα rock bar πλάι πλάι με ένα κλαμπ να σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι μπορούμε αν το θέλουμε να συνυπάρξουμε αρμονικά. Κατεβαίνεις στην "λεωφόρο κάποιας Νίκης, μακρινής και άγνωστης" και περνάς απέναντι. Το Λιμάνι, ιδανικό αγκυροβόλι για αυτήν την ώρα. Κάθεσαι αγκαλιά με την Κ. και βλέπεις το σούρουπο, βλέπεις τα κτίρια στην παραλία να παίρνουν ένα χρώμα μπλε -τουλάχιστον μέχρι να ανάψουν τα άσχημα κίτρινα φώτα του δρόμου- και βλέπεις την θάλασσα καθώς περνά στο τελευταίο στάδιο της δικής της ημέρας: Από μπλε, έγινε κόκκινη, και τώρα τα νερά της γίνονται μαύρα.
Πόσες φορές έχεις ακολουθήσει αυτήν την διαδρομή, και τώρα άλλη μία, μα αυτήν τη φορά μέσα σε όνειρο που βλέπεις ενώ δεν κοιμάσαι. Αλλά γνωρίζεις πολύ καλά ότι τα επόμενα σου βήματα θα σε φέρουν να περπατάς πλάι στην θάλασσα και προς τον Πύργο, τον Πύργο του Ποτέ -όπως λέει κι ο Παύλος, που έγινε αφορμή για να με κατακλύσουν αυτές οι σκέψεις.
Στην πορεία προς εκεί, θα συναντήσεις πολλούς ανθρώπους, όλοι τόσο διαφορετικοί όσο και ίδιοι. Άνδρες, γυναίκες, μόνοι τους, σε παρέες, οικογένειες, έφηβοι, ηλικιωμένοι, ανόμοιοι εξωτερικά μα όλοι με την ίδια λαχτάρα να περάσουν άλλο ένα βράδυ σε αυτό ακριβώς το σημείο που βρέθηκαν. Στην μαγική παραλία που με την ενέργεια της σε κρατά δέσμιο για πάντα. Ίσως συναντήσεις και κανέναν παλιό φίλο, θα ανταλλάξετε τα νέα σας και ένας από τους δυο θα πει "μην χανόμαστε, να κανονίσουμε", την φράση που είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη αλήθεια και το μεγαλύτερο ψέμα. Όσο προχωράς, τόσο βλέπεις τον Λευκό Πύργο να υψώνεται μπρος στα μάτια σου. Κι όταν φτάνεις εκεί, δεν σου μένει τίποτα άλλο παρά να κάτσεις υπό την προστασία του, να ανοίξεις μια μπύρα και να ανάψεις ένα τσιγάρο, σκεπτόμενος ότι, τώρα, θα ήθελες να ακολουθήσεις τον επόμενο δρόμο, κι αυτός ίσως σε βγάλει στα στενά της Άνω Πόλης, ίσως στα Κάστρα, να έχεις όλη την πόλη στα πόδια σου και να νιώθεις τον έρωτα ως πυρετό να ανεβαίνει, ίσως απλά δυο-τρεις δρόμους παραπάνω, Ναυαρίνου, Καμάρα και Μελενίκου, για το κρασί που σου θυμίζει τα πρώτα φοιτητικά ξενύχτια.
Ο επόμενος δρόμος μπορεί να σε βγάλει σε τόσα διαφορετικά σημεία της πόλης -τα 'χες περπατήσει και όλα, δεν ήθελες να αφήσεις σημείο που να μην το γνωρίζεις. Γι' αυτό, βγαίνοντας από αυτό το όνειρο, ή μάλλον daydreaming, η σκέψη που τόσο έντονα σου μένει είναι η επιστροφή. Δεν μετανιώνεις που έφυγες, γιατί να το κάνεις, από τότε που ήρθες στην Αθήνα ένα καινούριο κεφάλαιο έχει ξεκινήσει, μάλλον το πιο όμορφο της ζωής σου. Αλλά θέλεις πάντα να μπορείς να επιστρέφεις εκεί, στην Σαλόνικα, στο πρώτο σπίτι σου, εκεί "που όλα είν' ωραία".
Ναυαγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Thank you, and may the force be with you.